γενναίου

γενναίου
γενναί̱ου , γενναῖος
true to one's birth
masc/neut gen sg
γενναί̱ου , γενναῖος
true to one's birth
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • доблии — (107) пр. 1. Крепкий, сильный (телом): ѡкована желѣзы тѩжькыми. по рѹцѣ и по нозѣ. ѥго же твердо стрежахѹ. бѣ бо добль тѣломь и красенъ лице(м). ПКП 1406, 163в. 2. Доблестный, мужественный: ли воѥводѣ доблю ѡ всѣхъ болѣзнѹюща и бѣдѹюща. (ἄριστον) …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αθανασόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Άγγελος (ή Αγγελής). Από τον Πύργο της Ηλείας. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Θ. Κολοκοτρώνη. Διακρίθηκε στο Χλουμούτζι. 2. Ανδρίκαρδος. Από το Ευηνοχώρι Μεσολογγίου. Πολέμησε ως …   Dictionary of Greek

  • TITUS — I. TITUS Episcop. Bostrensis, in Ara bia Petraea, interfuit Concilio Antiocheno, A. C. 364. Obiit sub Valente, A. C. 378. Scripsit contra Manichaeos, libros 3. a Canisio editos. Alius auctor Commentariorum in Matthaeum et Lucam; Non enim poslunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TONANTE Coelo — TONANTE Coelô pto mutua salute vota fundendi mos Veterum, indigitatur Philostrato, de Vita Apollonii, l. 6. ubi de Antiochensibus Syris et terraemotu, qui, dum ipsi in contione sunt, factus est, Σεισμοῦ δὲ, ait γενναίου προςπεσόντος ἔπτηξαν, καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Παλαμήδης — I Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιμέδοντα. Ο σχετικός με τον Π. μύθος αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τα ομηρικά ποιήματα. Στις αρχές του Τρωικού πολέμου συμμετείχε στις πρεσβείες… …   Dictionary of Greek

  • σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • σταυραετός — και σταυραϊτός, ο, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού αετού Hieraetus pennatus, τής οικογένειας ακκιπιτρίδες 2. τιμητική προσωνυμία τών κλεφτών που πολεμούσαν τους Τούρκους κατά την τουρκοκρατία 3. μτφ. τιμητική προσωνυμία γενναίου παληκαριού …   Dictionary of Greek

  • Αγγελόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Μπερπάτι της Τρίπολης. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα με τον Γ. Σέκερη και τον Αθ. Δεληγιάννη. 2. Βασίλειος. Καταγόταν από την Τρίπολη της Μαντινείας. Πολέμησε επικεφαλής ικανού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”